πλησιαστός

πλησιαστός
πλησι-αστός, ή, όν,
A approachable, τοῖς ξένοις Sch.rec.A.Pr.716.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πλησιαστός — ή, όν, Α [πλησιάζω] αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να πλησιάσει, προσιτός …   Dictionary of Greek

  • πλησιαστοί — πλησιαστός approachable masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλησιασταί — πλησιαστής neighbour masc nom/voc pl πλησιαστός approachable fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλησιαστάς — πλησιαστά̱ς , πλησιαστής neighbour masc acc pl πλησιαστά̱ς , πλησιαστής neighbour masc nom sg (epic doric aeolic) πλησιαστά̱ς , πλησιαστός approachable fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”